- λιτάς
- λιτά̱ς , λιτήprayerfem acc plλιτά̱ς , λιτόςsimplefem acc plλῑτά̱ς , λιτόςsimplefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek
κληδών — κληδών, όνος, επικ. τ. κλεηδών και κληηδών, ἡ (Α) 1. φήμη ή φωνή που περιέχει μήνυμα, πρόρρηση, προφητική ρήση («χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.) 2. είδηση, πληροφορία, νέα («εἴ τινά μοι κληηδόνα πατρός ἐνίσποις», Ομ. Οδ.) 3. διάδοση,… … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
υπεκπροθέω — Α 1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω 2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)] … Dictionary of Greek
χειρότονος — ο / χειρότονος, ον, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων αρχ. φρ. «χειροτόνους λιτάς» δεήσεις με τεντωμένα τα χέρια (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. χειρότονος όσο και το ρ. χειροτονῶ είναι σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ.… … Dictionary of Greek